αμορφωσιά

αμορφωσιά
η [αμόρφωτος]
το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια
2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ακαλλιεργησία — η [ακαλλιέργητος] 1. η έλλειψη καλλιέργειας, η κατάσταση τού ακαλλιέργητου 2. μτφ. αμορφωσιά, απαιδευσιά …   Dictionary of Greek

  • ακαταρτισιά — η [ακατάρτιστος] η ιδιότητα τού ακατάρτιστου, η αμορφωσιά …   Dictionary of Greek

  • αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …   Dictionary of Greek

  • αμουσία — η (Α ἀμουσία) [ἄμουσος] νεοελλ. έλλειψη μουσικού αισθήματος, αφιλομουσία αρχ. 1. έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, απαιδευσία, αμορφωσιά 2. έλλειψη μουσικής αρμονίας …   Dictionary of Greek

  • αμόρφωτος — η, ο (Α ἀμόρφωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής, 2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος αρχ. αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο… …   Dictionary of Greek

  • απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… …   Dictionary of Greek

  • βαναυσία — βαναυσία, η (Α) [βάναυσος] Ι. χειρωναξία 2. συνεκδ. τρόπος συμπεριφοράς του χειρώνακτος, έλλειψη ανατροφής και καλών τρόπων, αμορφωσιά 3. αγυρτεία, τσαρλατανισμός …   Dictionary of Greek

  • αγραμματοσύνη — η έλλειψη επαρκούς μόρφωσης, αμορφωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαιδευσία — η αμορφωσιά, χωριατιά: Κάθε λόγος του, κάθε κίνησή του έδειχνε την απαιδευσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”